Έρρωσθε, αγαπητοί Μυθολόγοι
Ο Τρωικός πόλεμος, φίλοι μου, δεν ξέρω για σας, αλλά για μένα ήταν η πιο αγαπημένη αφήγηση των μικράτων μας, αδιακρίτως αγοριών, κοριτσιών, ο αγαπημένος μας μύθος, που μας παράσερνε μέσα στο χείμαρρο της πονηριάς και της εξυπνάδας του Οδυσσέα, αλλά κύρια στον όγκο της άμετρης παλληκαριάς του Αχιλλέα, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος του αντίπαλου, και τη φωνή του μοναχά ν’ άκουγε!
Ό,τι και να έκανε τον συμπαθούσες! Ακόμα κι αν θύμωνε και δεν έπαιρνε μέρος στον πόλεμο, εμείς, τα κορίτσια, πιστές, μόνιμες θαυμάστριες, αναπλάθαμε την ξανθιά ομορφιά του μέσα στα όνειρά μας και υμνούσαμε τη φιλία του για τον Πάτροκλο, αφού η ηλικία μας επένδυε στη φιλία, στην κοινωνική αυτή στάση ιου ανθρώπου, που αποτελεί πάντα ένα χώριο κομμάτι της ζωής, που κτίζεις ανεξάρτητα από την οικογένεια, που, ως συνήθως, την τοποθετείς σε άλλο ρόλο.
Ξέραμε “απ’ έξω κι ανακατωτά” για το γάμο των γονιών του, του θνητού Πηλέα, πατέρα του, με τη Νηρηίδα Θέτιδα, μάνα του, για την επεισοδιακή τέλεσή του, όταν ανάμεσά τους πέφτει εκείνο το περιβόητο μήλο και προκαλεί έτσι τα πρώτα καλλιστεία ομορφιάς, αφού επάνω του είχε γραμμένη φαρδιά- πλατιά την αφιέρωση: “Τη καλλίστη”.
Τόπος διεξαγωγής τους, το βουνό Ίδη, στην Τροία, όπου το βασιλόπουλο Πάρις, γιος του Πρίαμου, βόσκει το κοπάδι του παλατιού και μεταβάλλεται σε κριτή.
Ήταν το μήλο της Έριδας, της θεάς των καυγάδων, το μήλο που έδωσε ο Πάρις στην Αφροδίτη και μετά η κρίση του, που άναψε τον Τρωικό πόλεμο, μαζί με τα κάλλη της Ωραίας Ελένης, που του δόθηκαν ανταλλακτικό δώρο από τη νικήτρια στον πρώτο αυτό “διαβλητό” αγώνα ομορφιάς, από την ωραιοπαθή Αφροδίτη!
Η Θέτιδα, σα μαθαίνει πως όλοι οι Αχαιοί, έτσι τους έλεγαν τότε τους Έλληνες, οργανώνουν εκστρατεία επαναφοράς της Ελένης και άλωσης της Τροίας, τρέχει να προστατεύσει το γιο της, κρύβοντάς τον στη Σκύρο, ανάμεσα στα κορίτσια του βασιλιά Λυκομήδη, να μην τον πάρουν στον πόλεμο, αφού δεν κατάφερε, όσο κι αν τον βούτηξε στα νερά της Στύγας, ποταμού στον Άδη, να τον κάνει αθάνατο. Η φτέρνα του, απ’ όπου τον κρατούσε και δεν βράχηκε ποτέ, ήταν το τρωτό του σημείο!
Αυτό το τρωτό σημείο πόσο μας μάγευε, σαν το ακούγαμε, αλλά και πόσο μας φόβιζε, μη το μάθει κανείς και του αφαιρέσει τη ζωή!! Εκτός αυτού, ήταν και εκείνος ο χρησμός που έλεγε πως αν δε λάβει μέρος ο Αχιλλέας στον πόλεμο, η Τροία θα έμενε αδούλωτη .
Λυπόμασταν και τη Θέτιδα και τον Αχιλλέα και δεν χαρήκαμε, σαν τον ανακάλυψε ο άλλος ήρωάς μας, με τα γνωστά του κόλπα, ο Οδυσσέας, που πολυμήχανο τον ανέβαζαν, πολυμήχανο τον κατέβαζαν!
Όσο κι αν θαυμάζαμε την πονηριά του Οδυσσέα, εμείς απογοητευτήκαμε, όταν με δόλωμα το εγχειρίδιο που έβαλε ανάμεσα στα κοριτσίστικα δώρα για τις κόρες του Λυκομήδη, βρήκε τον Αχιλλέα, κρυμμένο στα φουστάνια με τα οποία τον έντυσε η μάνα του, η οποία έτρεμε για τη ζωή του.
Ποιος μπορεί όμως ν’ αποφύγει τη μοίρα του; αναρωτιόταν η γιαγιά μας, από την οποία και πρωτακούσαμε το μύθο, και η λύπη από τα μάτια της περνούσε πολύ γρήγορα και στα δικά μας.
Έτσι πήγε, μας είπε, και για πολλά χρόνια πολεμούσε, μέχρι που τον εξόργισε ο Αγαμέμνονας, ο αρχηγός της αποστολής αυτής, γιατί του πήρε το δώρο που του ανήκε, μια πανέμορφη κοπέλλα, την Βριδηίδα, αφού το λάφυρο το δικό του, τη Χρυσηίδα, ήταν αναγκασμένος να τη δώσει πίσω.
Ήταν κόρη ιερέα, κόρη παπά, όπως μας τόνιζε, ο οποίος παρακάλεσε να του τη δώσουν πίσω, στο όνομα του Θεού, απειλώντας με την οργή του Απόλλωνα, τον οποίον υπηρετούσε. Στην αρχή ο Αγαμέμνονας έδιωξε κακήν κακώς το γέροντα Χρύση, μα σαν ήρθε η τιμωρία από τον Απόλλωνα και αποδεκατίζονταν από το λοιμό οι στρατιώτες, είδε κι απόειδε και την απέδωσε τη Χρυσηίδα, αλλά την αναπλήρωσε με τη Βρισηίδα!
Αρχηγός ήταν, ό,τι ήθελε έκανε!! Αυτός υπάκουσε στο θεό, και ο Αχιλλέας έπρεπε να σκύψει στο δικό του αξίωμα!
Τότε, μας έλεγε η γιαγιά μου, ήταν που θύμωσε για τα καλά, και δεν πήγαινε να πολεμήσει. Όλοι τον παρακαλούσαν, μέχρι και ο Αγαμέμνονας, τίποτα! Δώρα πολλά και πολύτιμα του έστελναν, ανένδοτος αυτός!
Πάνω απ’ όλα, το υπογράμμιζε κάθε φορά αυτό, η τιμή του, η προσβολή στο πρόσωπό του! Αυτά τα έμαθε, μας έλεγε, από το δάσκαλό του, τον κένταυρο Χείρωνα, πάνω στο Πήλιο. Και εμείς παίρναμε πάντα το μέρος του Αχιλλέα, θυμωμένοι εξίσου, μέχρι να του περάσει! Ακόμα και ο φίλος του ο Πάτροκλος τον παρακάλεσε, αλλά εκείνος βούλιαζε μέσα στο θυμό του.
Με τον Αχιλλέα μακριά από τις μάχες, οι Ελληνες έχαναν, μέχρι τα πλοία τους έφθασαν οι Τρώες! Αγωνία εμείς τότε!!!
“Θα μπει στη μάχη;” ρωτούσαμε.
Ούτε τότε μπήκε, λίγο μόνο παραμέρισε το θυμό του, αφήνοντας τον Πάτροκλο να φορέσει τη δική του πανοπλία, να πάρει τα όπλα του και να ορμήσει στον εχθρό ως αρχηγός των Μυρμιδόνων. Η αγωνία μεγάλωνε, καθώς ο Πάτροκλος ολοένα και κέρδιζε, αφού πίστευαν οι Τρώες πως ήταν ο Αχιλλέας, τους ξεγέλασε ο οπλισμός του, μέχρι που το κατάλαβε ο Έκτορας και τον σκότωσε, παίρνοντας ακόμα και την πολεμική του στολή, δηλαδή τα όπλα του Αχιλλέα.
Θρήνησε στη θάλασσα δίπλα ο Αχιλλέας για το χαμό του αγαπημένου του φίλου, σπάραξε η καρδιά της Νηρηίδας Θέτιδας από το θρήνο του γιου της, βγήκε από το βυθό, σα νεράιδα της θάλασσας που ήταν, με τη συνοδεία των αδελφάδων της, των άλλων 49 Νηρηίδων, αλλά στάθηκε αδύνατο να τον παρηγορήσει.
Της ζήτησε καινούρια όπλα, να μπει στη μάχη, να εκδικηθεί το φόνο του φίλου του και αυτή τρόμαξε, γιατί ήξερε και για τον άλλο χρησμό, ότι ο γιος της ήταν ολιγόχρονος και ότι αν εκδικηθεί, θ’ ακολουθήσει και ο δικός του θάνατος.
Του το είπε, τον ικέτευσε να μην αντιμετωπίσει τον Έκτορα, αλλά αυτός αποφάσισε να τιμήσει το φίλο του, αψηφώντας τη ζωή του.
Τι συναισθήματα μας προκάλεσε αυτή η απόφαση! Θαυμασμό για τη αψηφισιά, λύπη για αυτό που θα συνέβαινε, αλλά και μια μικρή ελπίδα, σα παιδιά, την είχαμε, μήπως αυτή τη φορά ο χρησμός δε βγει αληθινός και ζήσει μετά το χρέος.
“ Η μοίρα είναι ακόμα και πάνω από τους θεούς”, ακούγαμε τη γιαγιά μας να διηγείται και η λύπη ξανάπαιρνε τη θέση της στα πρόσωπά μας, εξορίζοντας τη μικρούλα ελπίδα που δειλά φύτρωνε μέσα μας.
Η Θέτιδα περίλυπη, ξέροντας τη δύναμη της μοίρας, ξεκινά για το εργαστήρι του Ήφαιστου, του σιδηρουργού Θεού, να παραγγείλει τα νέα όπλα, συνεχίζει τη διήγηση η γιαγιά. Αυτός κατασκευάζει την ωραιότερη ασπίδα πολέμου, ανάγλυφα ζωγραφισμένη σ’όλους τους κύκλους της! Περιλαμβάνει τη γη, τη θάλασσα, ωκεανό ολόκληρο, ολόκληρες πόλεις, αγρούς, χοροστάσια, ό,τι συμβαίνει στον κόσμο, στον άνθρωπο, καλό πιο πολύ, μα και κακό. Μια πανέμορφη ασπίδα, που ενθυλακώνει τη ζωή, φτιάχνεται για να δώσει το θάνατο….
Έτσι καταλαβαίναμε τότε και αυτό ήταν.
Ο αγαπημένος μας ήρωας εκδικείται το θάνατο του φίλου του, παίρνει το αίμα του πίσω, αλλά ο ετοιμοθάνατος Έκτορας του πετά κατάμουτρα ότι πλησιάζει και το δικό του τέλος.
Αυτά και άλλα διηγήθηκε η γιαγιά μας για το μεγάλο Αχιλλέα, αυτό τον ήρωα που κατάκτησε τις παιδικές μας καρδιές, ανεξαρτήτως φύλου είπαμε. Αγόρια, κορίτσια τον είχαμε ανακηρύξει θεό της αντρείας, μα και της ομορφιάς!
Αυτά μάθαμε από εκείνη, αυτά μας διηγήθηκε.
Δεν γνώριζε όμως πως ο Αχιλλέας, όσο ζούσε κρυμμένος στη Σκύρο, ακόμα και με φουστάνια όμορφος ήταν, ξελόγιασε τη Δηιδάμεια, μια από τις θυγατέρες του Λυκομήδη κι έτσι γεννήθηκε ο γιος τους, ο Νεοπτόλεμος. Αγνοούσε και για την αριστεία των ομηρικών ηρώων, που ολοκληρώνονταν με τη σκύλευση, δηλαδή την αφαίρεση των όπλων από τον αντίπαλο που αφήνει την τελευταία του πνοή, ένα είδος ατίμωσης, μείωσης για τον νεκρό. Το χειρότερο όμως ήταν να πάρουν και το σώμα του και να το διαπομπεύσουν.
Ο Πάτροκλος αριστεύει , σκυλεύοντας τον Σαρπηδόνα, γιο του Δία, αλλά στο αποκορύφωμα της αριστείας του, έρχεται επίκουρος του Έκτορα ο Απόλλωνας, να τον αφοπλίσει, να τον στοχεύσει χαρίζοντάς έτσι δόλια τη νίκη στους Τρώες… Τότε άκουσε κι ο Έκτορας από τα χείλη του πεσμένου Πάτροκλου, όταν κόμπασε για το κατόρθωμά του, να προεξαγγέλλεται και ο δικός του θάνατος.
Άλλωστε δεν έπρεπε να καυχιέται, τη νίκη τού την έδωσε ο Απόλλωνας, ας μη βοηθούσε ο θεός, και ο Πάτροκλος θα ήταν ο νικητής! Αυτό υπήρχε μόνιμα στο παιδικό μας άκουσμα και μας παρηγορούσε, αφού ο επιστήθιος φίλος του Αχιλλέα ήταν, για μας, σχεδόν το ίδιο ανδρείος.
Η μοίρα Πατρόλου-‘Εκτορα- Αχιλλέα έναι συνεχόμενοι κρίκοι στην ίδια αλυσίδα! Αυτό το μάθαμε αργότερα στο σχολείο, όπως και όλες τις λεπτομέρειες για το πώς ο Ήφαιστος κατασκεύασε την ασπίδα του Αχιλλέα, από τη ραψωδία Σ της Ιλιάδας του Ομήρου.
Στις λαϊκές αφηγήσεις της γιαγιάς, παιδιά εμείς, φανταστήκαμε τη μορφή του ήρωά μας, σε βιβλία παραμυθιών όμως και μετά στα εικονογραφημένα κλασικά της εποχής είδαμε για πρώτη φορά το πρόσωπό του Αχιλλέα και το αγαπήσαμε μ’ ένα τρόπο μεροληπτικό, όπως ταιριάζει όμως σ’ ένα ήρωα θρύλο της μυθολογίας μας!
Σ’ ένα ήρωα, που αφήνει, χωρίς να ντρέπεται, τα δάκρυά του να κυλήσουν και την ψυχή του να ουρλιάξει, όταν χάνει το φίλο του.
Κι εδώ ακριβώς, τελειώνοντας αυτή την αναδρομή στο παιδικό παρελθόν, θα προσθέσω το θρήνο για τον Πάτροκλο από τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα. Βαλίος και Ξάνθος τα ονόματά τους, δώρο του Ποσειδώνα ή του Δία, των θεών τέλος πάντων, στο γάμο των γονιών του.
Η έμπνευση είναι του Αλεξανδρινού ποιητή μας:
Κ.Π. Καβάφης: Τα άλογα του Αχιλλέως
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως’
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακριές χαίτες κουνούσαν,
τη γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-
μια σάρκα τώρα ποταπή-το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο-χωρίς πνοή-
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμμένο απ’ την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. “Στου Πηλέως τον γάμο”
είπε “δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω’
καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.” Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.
Την επόμενη φορά, αγαπητοί φίλοι, θα προσεγγίσουμε πώς προετοιμάστηκε, βήμα-βήμα ο μοιραίος θάνατος του Αχιλλέα.
Χαίροισθε, φίλοι Μυθολόγοι!
Δείτε λιγότερα